αλεγράρω

αλεγράρω
(λ. ιταλ.), -ισα, -ισμένος
1. μτβ., κάνω κάποιον να ευθυμήσει: Μας είπε μερικά νέα και μας αλεγράρισε.
2. αμτβ., γίνομαι εύθυμος: Ήρθαν χτες τα παιδιά μας κι αλεγράραμε λίγο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλεγράρω — αλεγράρω, αλεγράρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλεγράρω — [αλέγρος] 1. προκαλώ ευθυμία, δίνω χαρά, φαιδρύνω 2. κάνω κέφι, γίνομαι εύθυμος, ευθυμώ …   Dictionary of Greek

  • αλέγρος — α, ο 1. εύθυμος, πρόσχαρος, ζωηρός 2. δραστήριος, ευκίνητος, σβέλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. λ. allegro «εύθυμος, γρήγορος». ΠΑΡ. νεοελλ. αλεγράδα, αλεγράρω, αλεγρία, αλεγροσύνη] …   Dictionary of Greek

  • αλεγράρισμα — το [αλεγράρω] μεταβολή προς το ζωηρότερο και ευθυμότερο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”